μεγιστοτίμου

μεγιστοτίμου
μεγιστοτί̱μου , μεγιστότιμος
most honoured
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεγιστότιμος — μεγιστότιμος, ον (Α) πάρα πολύ τιμημένος, εντιμότατος («τόδ ἐν θεσμίοις Δίκας γέγραπται μεγιστοτίμου», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέγιστος + τιμος (< τιμή), πρβλ. μεγά τιμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”